Μαθητεύουμε και θα μαθητεύουμε ακόμα για πολύ. Κι εκείνοι που θα έρθουν μετέπειτα θα μαθητέψουν κι εκείνοι. Δουλεύουμε πάνω σ’ ένα τίμιο δρόμο, κι αυτός είναι ο μόνος έπαινος που ζητάμε να μας αποδοθεί. 

ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ

Γύρω από το έτος 1934, όπως το λέει ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Κάρολος Κουν και ο Διονύσιος Δεβάρης μου μίλησαν για ένα θίασο που θα έκαναν ύστερα από ακροάσεις και μακρά μαθητεία των υποψηφίων. Θέλανε να διαλέξουν ηθοποιούς μέσα από το λαό, που να είναι αντιπροσωπευτικοί τύποι ρωμέικοι και όχι ψευτοκοσμοπολίται, χρήσιμοι μόνο στο μπουλβάρ που τότε μεσουρανούσε.

Αυτή ήταν η αρχή της πρώτης Σχολής του Καρόλου Κουν, με διευθυντή τον Διονύσιο Δεβάρη. Ο Δεβάρης ήταν δημοσιογράφος, είχε υπάρξει ηθοποιός της Νέας Σκηνής του Χρηστομάνου και ήταν αυτός που ενθάρρυνε τον Κουν να περάσει στο επαγγελματικό θέατρο, δημιουργώντας έναν Oργανισμό, τη Λαϊκή Σκηνή και μια Σχολή. H Σχολή, που στεγαζόταν σε μια σοφίτα του χαμένου πια Δημοτικού Θεάτρου στην πλατεία Κοτζιά, δημιουργήθηκε για να προετοιμάσει τους ηθοποιούς που θα έπαιζαν στην πρώτη παραγωγή, την Ερωφίλη, η οποία ανέβηκε τον Απρίλη του 1934.

Από την αρχή λοιπόν της επαγγελματικής του ενασχόλησης με το θέατρο ο Κουν συνδέει τη σκηνοθετική του εργασία με την εκπαίδευση των ηθοποιών του. Πρώτοι μαθητές του ήταν ο Λαυρέντης Διανέλλος, η Φρόσω Κοκόλα, ο Λυκούργος Καλλέργης, ο Παντελής Ζερβός, ο Δημήτρης Ντουνάκης και άλλοι πεντέξι ακόμη, που δεν έμειναν όμως στο θέατρο.

Την εκπαίδευση των ηθοποιών, σ´ αυτή την πρώτη φάση, αναλαμβάνει ο ίδιος ο Κουν. Είναι απαραίτητο να ερευνηθούν νέες μέθοδοι, ώστε να εκφραστούν τα εξπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά που αναζητούσε εκείνη την εποχή. Μέθοδοι που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τις στομφώδεις ακαδημαϊκές πρακτικές της εποχής, που είχαν τις ρίζες τους στον 19ο αιώνα. Λέει ο Κουν: Για να πραγματοποιηθεί ένα γνήσιο ελληνικό εξπρεσιονιστικό θέατρο αποτάνθηκα, για να μορφώσω ηθοποιούς, στις λαϊκές τάξεις, όπου υπήρχαν ακόμη υπολείμματα πλούσια σε εκφράσεις, σε κινήσεις, αισθήματα και ψυχικό κόσμο… Παραμερίζοντας τις δικές μου πνευματικές και ψυχικές ανάγκες, αρπάχτηκα από μια γνήσια εκδήλωση ζωής, της πιο έντονης που θα μου παρουσιαζότανε. Οι κινήσεις, η στάση, η κουβέντα, όλα είχαν νόημα, προέρχονταν από μια αληθινή ψυχική κατάσταση και ανάγκη, αν όχι βέβαια πνευματική, χωρίς επιτήδευση, χωρίς περιορισμούς, χωρίς απαγορεύσεις καλών τρόπων συμπεριφοράς, που συχνά ναρκώνουν κάθε πλαστικότητα σ´ άλλες τάξεις. Πρωτόγονα αισθήματα, αλλά τουλάχιστον γνήσια, αληθινά και ποσό έντονα ζωντανά.

Η Λαϊκή Σκηνή αντέχει ως το 1936, οπότε διαλύεται για οικονομικούς κυρίως λόγους, αλλά το τέλος της συμπίπτει και με τη εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Μεταξά, που επιβάλλει σκληρή λογοκρισία. Εκείνα τα χρόνια απαγορεύονται παραστάσεις έργων ακόμη κι εκείνων όπως ο Προμηθέας Δεσμώτης ή η Αντιγόνη!

Από το 1936 ως το 1942 ο Κουν σκηνοθετεί στο επαγγελματικό θέατρο στους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη και της Κυρίας Κατερίνας (Ανδρεάδη).

Ενδιάμεσα, το 1939, ανεβάζει τον Βυσσινόκηπο, του Τσέχωφ με θίασο δικό του από νέους ηθοποιούς, ηθοποιούς από τη Λαϊκή Σκηνή και τον Αντώνη Γιαννίδη, δανεικό από το θίασο της Κοτοπούλη για το ρόλο του Φιρς.

Το ανέβασμα του Βυσσινόκηπου ήταν μια δοκιμή για τον Κουν, λίγο προτού ριχτεί στον στίβο του επαγγελματικού θεάτρου. Τα αποτελέσματα της δοκιμής υπήρξαν θριαμβευτικά.

Το 1941, μέσα στην κατοχή, ο Κουν αποφασίζει να δημιουργήσει το νέο του σχήμα, το «Θέατρο Τέχνης», με κοντινούς συνεργάτες του τον Μάριο Πλωρίτη, τον Ανδρέα Νομικό, τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, τον Κώστα Χατζηαργύρη και τον Γιάννη Στεφανέλη, πάλι ξεκινώντας με τη δημιουργία Σχολής, για να φτιάξει τους καινούργιους ηθοποιούς του. Είναι η δεύτερη φάση της πορείας του, κατά την οποία απομακρύνεται από τον λαϊκό εξπρεσιονισμό και κατευθύνεται προς τον ποιητικό ρεαλισμό, όπως ορίζει ο ίδιος το νέο του ύφος. Σ´ αυτή τη φάση η επίδραση από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας είναι εμφανής, αφού ονομάζει το θέατρο του με το όνομα του θεάτρου του Στανισλάβσκι, αλλά και η επιρροή από τον Βαχτάγκωφ και τον μαγικό ρεαλισμό του είναι καθοριστική· ο Γιώργος Σεβαστίκογλου μεταφράζει αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Βαχτάγκωφ, από το Theatre Arts, για τους μαθητές του Θεάτρου Τέχνης.

Στις πρώτες παραστάσεις του «Θεάτρου Τέχνης» ηθοποιοί του είναι οι νέοι μαθητές, που ήρθαν να μαθητεύσουν μετά από μια αγγελία στην εφημερίδα Βραδυνή της 10ης Ιουλίου του 1941 και οι παλιότεροι από τη Λαϊκή Σκηνή, Παντελής Ζερβός και Λυκούργος Καλλέργης. Ο ίδιος ο Κουν παίζει πότε-πότε.

Ο Κουν λέει ότι η ουσιαστική αφορμή που με ενέπνευσε να αποφασίσω την ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης, ήταν η ανάγκη της δημιουργίας ενός θεάτρου συνόλου, μιας ομάδας που θα μάθει να σκέφτεται και να εργάζεται με ψυχική και οργανική ενότητα. Μιας ομάδας ειδικά εκπαιδευμένης κι υποταγμένης σε μια νέα διδασκαλία θεατρικής έκφρασης που θα διαμορφωθεί μέσα στο χρόνο, για να εξυπηρετήσει, όσο γίνεται καλύτερα, έργα θεατρικά, αποκαλυπτικά και για τους ερμηνευτές και για το κοινό. Η δημιουργία ενός θεάτρου έξω από το εμπορικό κύκλωμα, ενός θεάτρου αδέσμευτου από επιχειρηματία, απαλλαγμένου από βεντετισμούς, ανένδοτο σε καλλιτεχνικούς συμβιβασμούς.

Έτσι, μ´ αυτό τον προσανατολισμό, το «Θέατρο Τέχνης» αντέχει μέχρι το 1950. Η συνεχής διαρροή ηθοποιών, αν και δημιουργούσε αρκετές δυσκολίες, ήταν κατά κάποιο τρόπο αναμενόμενη κι ο Κουν είχε συμφιλιωθεί μ’ αυτή την ιδέα. Η εμπορευματοποίηση, όμως, του θιάσου ερχόταν σε αντίθεση με την ίδια του την υπόσταση ως θεάτρου τέχνης και σε πλήρη αντίθεση με μια από τις θεμελιώδεις αρχές του, ότι δηλαδή δεν θα είχε λόγο ύπαρξης αν δεν διέφερε ριζικά από τα υπάρχοντα θέατρα, όπως είχε συμφωνηθεί, ύστερα από την εντατική προπαρασκευαστική δουλειά με τους μαθητές της Σχολής και τους νέους συνεργάτες του, όταν έβαλαν τις βάσεις της εργασίας τους στο «Θέατρο Τέχνης» το 1941.

Παρόλο που ο θίασος διαλύθηκε το 1950, το «Θέατρο Τέχνης» παρέμεινε ζωντανό μέσω της Σχολής του, που εξακολουθούσε να λειτουργεί αδιαλείπτως. Από το 1950 ο Κουν διδάσκει στη Σχολή Σταυράκου μαθήματα θεάτρου κι εκεί στους χώρους της σχολής, στεγάζει τη δική του Σχολή, με μια ομάδα καινούργιων μαθητών, οι οποίοι έπρεπε να υποβληθούν στην έντονη και απαιτητική εκπαίδευση που είχαν υποβληθεί στο παρελθόν και τα προηγούμενα μέλη του θιάσου. Έτσι, το 1954, το «Θέατρο Τέχνης» επανεμφανίζεται σε δικό του χώρο, στο Υπόγειο του Ορφέα, στο κυκλικό θέατρο που έχτισε ο Κουν με τους μαθητές και τους συνεργάτες του, το θρυλικό πια Υπόγειο. Η πρώτη παράσταση είναι Η Μικρή μας Πόλη, που παρουσιάζεται ως επίδειξη των μαθητών της Σχολής του «Θεάτρου Τέχνης».

Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος γράφει στην Καθημερινή για την παράσταση: Επιτέλους είδαμε μια παράσταση άρτια, σφιχτοδεμένη με όλους τους -νέους ως επί το πλείστον- ηθοποιούς να υπακούουν σε ένα σύνολο, χαρίζοντας συγκίνηση και δημιουργώντας μιαν απαράμιλλη ατμόσφαιρα. Οι μαθηταί της Δραματικής Σχολής του «Θεάτρου Τέχνης», μας αφήρεσαν το δικαίωμα να τους ονομάζουμε μαθητάς. Είναι ηθοποιοί που δεν θα είχαν να ζηλεύσουν τίποτα από τους πολύπειρους συναδέλφους τους. Κατώρθωσαν να εμφανίσουν ένα σύνολο άψογο, χωρίς ρωγμές αδυναμιών, συντηρώντας μια τονική ομοιομορφία υποκρίσεως που οφείλεται αναντίρρητα στον διδάσκαλο. Αληθινά ο Κάρολος Κουν είναι ένας εκπληκτικός άνθρωπος. Είναι, ίσως, ο μόνος από τους σκηνοθέτας μας που κατορθώνει να φτιάχνει ηθοποιούς. Επήγαινα στην επίδειξη της Δραματικής Σχολής του με κάποιαν, ομολογώ, δυσπιστία. Επερίμενα να ιδώ τάλαντα εν εκκολάψει και μια παράστασιν φροντισμένην έστω, ευπρεπή, αλλά παράστασιν ερασιτεχνική. Είδα τάλαντα εις την άνθησίν των και παράστασιν που θα την εφθόνουν τα αρτιώτερα θεατρικά συγκροτήματα.

Σ´ έναν τόμο-αφιέρωμα στα 25 χρόνια της παρουσίας του Κουν στο ελληνικό θέατρο, που εκδόθηκε το 1959, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, αυτός ο εμβληματικός Δάσκαλος, λέει, μεταξύ άλλων, για τον Κουν: Δεν ξέρω πολλούς δασκάλους ή πρωτεργάτες της σκηνικής τέχνης, που να δημιούργησαν «Σχολή», που να έχουν το δικό τους «ύφος» στην σύλληψη και στην εκτέλεση του θεατρικού έργου… Η «Σχολή του». Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μεταφορικά, αλλά στην κυριολεξία του. Ο Κάρολος Κουν είναι ένας δάσκαλος κατ’ εξοχήν, και στην πλήρη σημασία της λέξης. Ξέρει να ηλεκτρίζει τα νειάτα και να τα κερδίζει στην διακονία της τέχνης του Θεάτρου. Γοητεύει τους μαθητές του, που τον λατρεύουν. Τους μεταδίνει το πάθος του για το θέατρο. Την ολόψυχη πίστη ότι, μια και μπήκαν στο ιερό αυτής της βασανιστικής λατρείας, δεν ανήκουν πια στον εαυτό τους, αλλά στον κανόνα της. Ένα κανόνα σκληρό, τραχύ, απάνθρωπο. Του «μοιάζουν», λέγεται συνήθως, εντελώς οι μαθητές του. Είναι και μεταξύ τους «ίδιοι». Τους πλάθει σύμφωνα με το ίδιο πάντα «πρότυπο», ενώ του ιδανικού δασκάλου μέλημα και τακτική είναι το «mecum tecum», το «γίνου οποίος είσαι» των αρχαίων. Πολύ πιθανόν. Έχουν όμως τόσα να κερδίσουν απ’ αυτή την ομοίωση, ώστε πρέπει να μπορούν ν’ αντιπαρατάξουν, κάτι πολύ ουσιαστικώτερο και βαθύτερο, για να διεκδικήσουν το δικαίωμα και να επιτύχουν ν’ απαγκιστρωθούν. Όλες οι λατρείες αξιώνουν από τους νεόφυτους, την πλήρη υποταγή, για να τους δώσουν έπειτα την ηγεσία. Γιατί έτσι μόνον αποκτάται το τιμιώτερο σε κάθε πνευματικό λειτούργημα: το αίσθημα της ευθύνης.

Έτσι αρχίζει η νέα και λαμπρότερη περίοδος του «Θεάτρου Τέχνης» από το Υπόγειο, για να αναπτυχθεί και, μέσα σε μια δεκαετία, να κατακτήσει την αναγνώριση μέσα κι έξω από την Ελλάδα, με κορυφαία στιγμή τη βράβευση των Ορνίθων στο φεστιβάλ των Εθνών το 1962 και σημαντικές διεθνείς παρουσίες μέχρι το 1967.

Η ενασχόληση ακριβώς με το αρχαίο Δράμα υποχρεώνει τον Κουν να επιμείνει ακόμη περισσότερο στη λειτουργία της Σχολής του, αφού όλα τα μέλη του χορού είναι νέοι ηθοποιοί και μαθητές της. Κι αργότερα, όταν το «Θέατρο Τέχνης» μπαίνει στην Επίδαυρο, το 1975, ακριβώς για να έχει στη διάθεση του τους ηθοποιούς για τις καλοκαιρινές παραστάσεις, δημιουργεί μια δεύτερη σκηνή στο Θέατρο Βεάκη, που αργότερα μεταφέρεται στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, της οδού Φρυνίχου στην Πλάκα.

Ενώ έχει σταματήσει να διδάσκει στη Σχολή από το 1961, είναι συνεχώς παρών, ελέγχει και κατευθύνει, εμψυχώνει και νουθετεί, εμπνέει και συνεπαίρνει τους μαθητές του, με ένα βλέμμα, μια χειρονομία, ένα χαμόγελο. Αγωνιά για την πρόοδο τους, τους παρακολουθεί ακόμα κι όταν αυτοί έχουν φύγει πια από το «Θέατρο Τέχνης»· κι όσο περνούν τα χρόνια διδάσκει ακόμη και τους μη μαθητές του, όπως πολλοί σημαντικοί άνθρωποι του θεάτρου ομολογούν.

 Οι βλαστοί του καλλιτεχνικού φυτωρίου του Θεάτρου Τέχνης, όπως χαρακτηρίζει ο Αιμίλιος Χουρμούζιος τους νέους ηθοποιούς που τελειώνουν τη Σχολή, γίνονται πρωταγωνιστικά στελέχη στο ελεύθερο θέατρο. Κι αυτό το φυτώριο βρίσκεται σε διαρκή παραγωγή και ανανέωση συνεχώς μέχρι σήμερα.

Η παραγωγή όμως της Σχολής δεν εξαντλείται μόνο στους ηθοποιούς. Πλείστοι απόφοιτοι του «Θεάτρου Τέχνης» υπηρέτησαν και υπηρετούν το θέατρο κι από άλλες θέσεις: σκηνοθέτες, συγγραφείς, θιασάρχες, θεατρικοί παραγωγοί κλπ. Στην πρώτη γραμμή βέβαια οι σκηνοθέτες του «Θεάτρου Τέχνης», με πρώτο τον Γιώργο Λαζάνη, που κράτησαν το Θέατρο Τέχνης στην ίδια πορεία μετά το θάνατο του Κουν και έχουν επωμισθεί το καθήκον να συνεχίσουν, με πυξίδα και οδηγό τα λόγια του: Το «Θέατρο Τέχνης» είναι μια εκδήλωση ζωής, και θέλω να πιστεύω πως οι εργάτες του θα μπορούσανε να επιδοθούν με τον ίδιο ζήλο σε οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα, φτάνει αυτό να εκπλήρωνε τους απαραίτητους όρους μιας ψυχικής ανάτασης, ενός κοινωνικού προορισμού. Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας. Μόνος ο καθένας μας είναι ανήμπορος. Μόνος ο καθένας από σας τους πιο κοντινούς στην προσπάθεια μας, είναι ανήμπορος. Μαζί ίσως κάτι μπορέσουμε να κάνουμε. Το θέατρο, ως μορφή Τέχνης, δίνει τη δυνατότητα να συνδεθούμε, να συγκινηθούμε, ν’ αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, να νιώσουμε μαζί μιαν αλήθεια. Να γιατί διαλέξαμε το θέατρο σα μορφή εκδήλωσης του ψυχικού μας κόσμου.

Ο Οδυσσέας Ελύτης, σ’ ένα κείμενο του 1959, συνοψίζει, με τον καλύτερο τρόπο, το πώς οι ιδέες και οι αναζητήσεις της Γενιάς του Τριάντα ενέπνευσαν και κατευθύνουν τη Σχολή του Καρόλου Κουν: Σήμερα, όπως και πριν από τόσα χρόνια, νέοι, με συλλογισμένα πρόσωπα τον ακολουθούνε. Ανάμεσά τους, ο ίδιος. Αυτός που τους εμπνέει, προχωρεί ανέπαφος από τη σκόνη του χρόνου, στο πρώτο σκαλοπάτι των αναζητήσεων και των προβληματισμών, με την αίγλη της νεότητας και του πάθους. Μια μέρα, όταν εμείς θα έχουμε φύγει, στους διαδρόμους και στα παρασκήνια των θεάτρων θα μιλούνε για την «Εποχή του Κουν». Οι ιστορικοί θα τον τοποθετήσουνε, και δίκαια, στον αστερισμό που ανάτειλε για τον ελληνικόν ορίζοντα, κάπου γύρω στα 1935, και που είχε σαν αποτέλεσμα να σημάνει βαθειές ανανεωτικές μετατοπίσεις σε όλους τους τομείς. Ήταν η στιγμή που η πεζογραφία πέρασε με μεγάλα βήματα από τους κάμπους και τα βουνά στις αστικές πολιτείες, κι από τον έναν άνθρωπο στις ομάδες των ανθρώπων με τα πολύπλοκα ψυχολογικά συμπλέγματα. Η στιγμή που η ζωγραφική εγκατέλειψε τις εικονιστικές ακολασίες για να περιοριστεί στην πλαστική ουσία των μορφών και να την εμβαθύνει. Και που η ποίηση, με μια της χειρονομία, έβαλε τέρμα οριστικό στη φωνασκία και στην ωραιοπάθεια. Ο χαμηλός τόνος και η συνειρμική του ονείρου, που πρώτη αυτή εδίδαξε, πέρασε σχεδόν ταυτόχρονα στη δραματική έκφραση με πρωταγωνιστή και φορέα της τον ιδρυτή του «Θεάτρου Τέχνης» και της ομώνυμης δραματικής του Σχολής. Τα στελέχη της, οι νέοι που θα έχουν αποφοιτήσει ως τότε, όποιο δρόμο κι αν έχουνε πάρει, θα κρατούνε, φαντάζομαι στην ανάμνηση τους πέρ’ απ’ αυτά τα ιστορικά και χρήσιμα, κάτι άλλο, πιο πολύτιμο ακόμη: την παροιμιώδη, την φανατική προσήλωση του Δασκάλου τους στο αυστηρό νόημα της Τέχνης. Θα τον βλέπουν, ακόμη και σ’ έναν άλλο κόσμο, εκεί που το πάθος έξω από τον χρόνο εξακολουθεί να πραγματοποιείται επ’ άπειρον, καθισμένο μπροστά σ’ ένα τασάκι φορτωμένο αποτσίγαρα, να παρατά ξαφνικά το μεγάλο φλυτζάνι με το διπλό καφέ του, και να πετάγεται όρθιος, κάτω από τους σαρανταπέντε προβολείς της σκηνής του, για να διορθώσει σ’ έναν ασήμαντο ηθοποιό μιαν ασήμαντη χειρονομία, με την ιερή αγανάκτηση εκείνου που ξέρει ότι κι αυτό το ελάχιστο ακόμη, είναι ικανό ν’ ανατρέψει την ιδανική τάξη και τη συγκλονιστική ομορφιά του οράματός του.

Και η πρόβα τελειώνει, αλλά η αναζήτηση και η έγνοια συνεχίζεται. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης περιγράφει το τέλος μιας καθημερινής πρόβας του Κουν στο Υπόγειο:

… κοντεύει τρεις η ώρα…

— Φτάνει, λέει ο Κουν, έχουμε και σχολή και δύο παραστάσεις… Πώς πάει, πώς πάει; ρωτά ανήσυχος… Και ρωτά με την ίδια ανησυχία και ισοτιμία τους πάντας… τον εαυτό του, τους ηθοποιούς, τον ταξιθέτη, τον συγγραφέα, τον καφετζή… (Το φως της πρόβας σβήνει…)

— Πάμε, κύριε Κουν…

— Ναι, τώρα… Δε μου λες, πώς ήταν το…; (Το φως του γραφείου σβήνει…)

— Πάμε, κύριε Κουν…

— Ναι… Νομίζεις ότι, αν αλλάζαμε…; (Το φως του φουαγιέ σβήνει…)

— Πάμε, κύριε Κουν…

— Ναι… Λέω αύριο να ξαναπάρουμε την πρώτη πράξη… (Το φως της σκάλας σβήνει…)

— Πάμε, κύριε Κουν…

— Ας πάμε και τα λέμε στο δρόμο… ε;

 

Κι η πρόβα του Κουν δεν τελειώνει ποτέ…!

 

ΚΩΣΤΗΣ ΚΑΠΕΛΩΝΗΣ

(Διευθυντής της Σχολής του Θεάτρου Τέχνης)

 (Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο ετήσιο περιοδικό ΕΠΙΛΟΓΟΣ του 2015)

Βιβλιογραφία:

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ «ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΕΧΝΗΣ», (Ομιλία του Καρόλου Κουν στο Σωματείο των Φίλων του Θεάτρου Τέχνης, 1943.)

ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ, 25 Χρόνια Θέατρο, (έκδοση του Θεάτρου Τέχνης, 1959.)

Μάικλ Μαγιάρ, Ο Κάρολος Κουν και το Θέατρο Τέχνης, (εκδ. Ελληνικό Λογοτεχννικό και Ιστορικό Αρχείο, 2004.)